επιβρίθω

επιβρίθω
ἐπιβρίθω (Α)
1. πέφτω επάνω σε κάτι με όλο μου το βάρος, πιέζω με το βάρος μου
2. (για βροχή) πέφτω ορμητικά («πόντῳ ἐπιβρίσασαι ἄελλαι»)
3. (για λοιμό ή άλλο κακό) ενσκήπτω
4. (για πλούτο) συσσωρεύομαι
5. (για πλήθος) συνωθούμαι
7. (για εποχή) έρχομαι και δίνω βάρος στους καρπούς καθώς ωριμάζουν
8. χτυπώ κάτι κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρίθω «είμαι γεμάτος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιβρίθω — ἐπιβρί̱θω , ἐπιβρίθω fall pres subj act 1st sg ἐπιβρί̱θω , ἐπιβρίθω fall pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβρῖθον — ἐπιβρίθω fall pres part act masc voc sg ἐπιβρίθω fall pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβρῖσαι — ἐπιβρίθω fall aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβρῖσαν — ἐπιβρίθω fall aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβρίσει — ἐπιβρί̱σει , ἐπιβρίθω fall aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιβρί̱σει , ἐπιβρίθω fall fut ind mid 2nd sg ἐπιβρί̱σει , ἐπιβρίθω fall fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβρίσηι — ἐπιβρί̱σῃ , ἐπιβρίθω fall aor subj mid 2nd sg ἐπιβρί̱σῃ , ἐπιβρίθω fall aor subj act 3rd sg ἐπιβρί̱σῃ , ἐπιβρίθω fall fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβρίσουσιν — ἐπιβρί̱σουσιν , ἐπιβρίθω fall aor subj act 3rd pl (epic) ἐπιβρί̱σουσιν , ἐπιβρίθω fall fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιβρί̱σουσιν , ἐπιβρίθω fall fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβρίσῃ — ἐπιβρί̱σῃ , ἐπιβρίθω fall aor subj mid 2nd sg ἐπιβρί̱σῃ , ἐπιβρίθω fall aor subj act 3rd sg ἐπιβρί̱σῃ , ἐπιβρίθω fall fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβριθόντων — ἐπιβρῑθόντων , ἐπιβρίθω fall pres part act masc/neut gen pl ἐπιβρῑθόντων , ἐπιβρίθω fall pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβρισάντων — ἐπιβρῑσάντων , ἐπιβρίθω fall aor part act masc/neut gen pl ἐπιβρῑσάντων , ἐπιβρίθω fall aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”